Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φώναγμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φώναγμα το [fónaγma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φωνάζω κυρίως στις σημ. 1, 2: ~ ονομάτων / συνθημάτων.

[λόγ. φωνακ- (φωνάζω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go