Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φύτρα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φύτρα η [fítra] Ο25 : 1. το φύτρο. 2. (μτφ.) το γένος, η καταγωγή, το σόι (κυρ. υβρ.): Nα πάρει ο διάολος τη ~ σου!

[ελνστ. φύτρα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go