Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φύλαρχος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φύλαρχος ο [fílarxos] Ο20 : αρχηγός φυλής: Aφρικανοί / ινδιάνοι φύλαρχοι.

[λόγ. < αρχ. φύλαρχος `αρχηγός φυλής΄ (δες λ.) σημδ. αγγλ. tribal chief]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες