Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φύλαρχος ο [fílarxos] Ο20 : αρχηγός φυλής: Aφρικανοί / ινδιάνοι φύλαρχοι.
[λόγ. < αρχ. φύλαρχος `αρχηγός φυλής΄ (δες λ.) σημδ. αγγλ. tribal chief]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < αρχ. φύλαρχος `αρχηγός φυλής΄ (δες λ.) σημδ. αγγλ. tribal chief]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |