Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φόρτε
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φόρτε το [fórte] Ο (άκλ.) : 1. κυρίως στην έκφραση είναι / βρίσκεται στο ~, σε μεγάλη ένταση, σε σημείο κορύφωσης: Tο πάρτι είναι στο ~ του. Tο Σάββατο η κίνηση / δουλειά είναι στο ~ της. 2. (μουσ.) ηχητικά δυνατό τμήμα μουσικής σύνθεσης. ANT πιάνο. || (ως επιρρ.) δυνατά.

[ιταλ. forte]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go