Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φόρμουλα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φόρμουλα 1 η [fórmula] Ο27 : 1. συγκεκριμένος τρόπος, σχήμα αλλά και διαδικασία διατύπωσης: Ψάχνω / αναζητώ / βρίσκω (μια) ~. Kοινή / αποδεκτή ~. Aναζητείται κατάλληλη ~ ώστε να στηριχτεί η άσκηση δίωξης. 2. μαθηματικός ή χημικός τύπος.

[λόγ. < ιταλ. formula]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φόρμουλα 2 η Ο27 και (σπάν.) Ο (άκλ.) : τύπος, κατηγορία αγωνιστικού αυτοκινήτου με αυστηρά καθορισμένα κατασκευαστικά χαρακτηριστικά: Οδηγός / αγώνες φόρμουλας. || ο αγώνας στον οποίο συμμετέχουν αυτά τα αυτοκίνητα: Συμμετέχει στη ~ 1. Πρωταθλητής φόρμουλας.

[λόγ. < ιταλ. formula]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go