Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φόντι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φόντι το [fóndi] Ο44 : (μαλακό) δέρμα, ύφασμα ή άλλο υλικό, που μαζί με τη φόδρα καλύπτει το επάνω μέρος του παπουτσιού.

[ίσως παλ. ιταλ. fonda `(δερμάτινη) τσάντα΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φοντιέρης ο [fondjéris] Ο11 : ειδικός τεχνίτης που κόβει τα φόντια για τα παπούτσια.

[φόντ(ι) -ιέρης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go