Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φωτογενής -ής -ές [fotojenís] Ε10 : (για πρόσ.) που έχει φωτογένεια.
[λόγ. < γαλλ. photogénique & αγγλ. photogenic < photo- = φωτο- 2 + -gèn(e) -ique, -gen -ic `που παράγει΄ < αρχ. -γενής `που γεννιέται από΄]



