Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φωστήρας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φωστήρας ο [fostíras] Ο2 : αυτός που έχει πολλές γνώσεις, πολυμαθής: Είναι ~ στα μαθηματικά. || ο έξυπνος, ο τετραπέρατος.|| (ειρ.) ο δήθεν πολύξερος.

[λόγ. < ελνστ. φωστήρ, αιτ. -ῆρα `που δίνει φως΄ & σημδ. γαλλ. luminaire]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες