Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φωνόμετρο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φωνόμετρο το [fonómetro] Ο42 : 1. όργανο που μετράει την ένταση των ήχων και κυρίως της (ανθρώπινης) φωνής. 2. ειδική συσκευή που χρησιμοποιείται για τον έλεγχο των μικροφώνων.

[λόγ. < γαλλ. phonomètre < phono- = φωνο- + -mètre = -μετρον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go