Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φωνημική η [fonimikí] Ο29 : (γλωσσ.) η φωνηματική.
[λόγ. ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. φωνημικός μτφρδ. αγγλ. phonemics (< phonemic = φωνημικός)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. φωνημικός μτφρδ. αγγλ. phonemics (< phonemic = φωνημικός)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |