Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φωνακλάς
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φωνακλάς -ού -άδικο / -ούδικο [fonaklás] Ε9α : που συνηθίζει να μιλάει μεγαλόφωνα, να βάζει τις φωνές και να διαμαρτύρεται: Είναι ~ αλ λά έχει χρυσή καρδιά. || (ως ουσ.).

[φωνάκλ(α) `μεγάλη φωνή΄ (< φων(ή) -άκλα) -άς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go