Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φυτρώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυτρώνω [fitróno] Ρ1α μππ. φυτρωμένος : 1. (για φυτά) βγάζω ρίζες, βλαστό· βλασταίνω, φύομαι: Tο σιτάρι / το καλαμπόκι / το χόρτο άρχισε να φυτρώνει. ΦΡ φυτρώνει (κάποιος) εκεί που δεν τον σπέρνουν, επεμβαίνει, ανακατεύεται απρόσκλητος σε υποθέσεις που δεν τον αφορούν. ΠAΡ Όπου πατήσει, χορτάρι δε φυτρώνει, για κπ. που η παρουσία του ή η δράση του προξενεί μεγάλες ζημιές, καταστροφές. || Tα κρεμμύδια / οι πατάτες φύτρωσαν, έβγαλαν φύτρα μένοντας για καιρό αχρησιμοποίητα. 2. βγαίνω, αναπτύσσομαι, εμφανίζομαι: Φυτρώνουν μαλλιά / δόντια / κέρατα. ΦΡ φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια*.

[μσν. φυτρώνω < φυτρ(ώ) -ώνω < φύτρ(α) -ώ > -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες