Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φυτοφάρμακο το [fitofármako] Ο42 : φάρμακο που χρησιμοποιείται για την πρόληψη ή για την καταπολέμηση των ασθενειών των φυτών· γεωργικό φάρμακο: Ορισμένα φυτοφάρμακα περιέχουν επικίνδυνες ουσίες για την υγεία.
[λόγ. φυτο- + φάρμακον]



