Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φυτοφάγος -α -ος -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυτοφάγος -α / -ος -ο [fitofáγos] Ε14 : (για ζώο) που τρέφεται μόνο με φυτικές ουσίες· (πρβ. σαρκοφάγος): Ο ελέφαντας είναι φυτοφάγο ζώο. Ο άνθρωπος είναι ~ και σαρκοφάγος. || (ως ουσ.) τα φυτοφάγα.

[λόγ. < γαλλ. phytophage < phyto- = φυτο- + -phage = -φάγος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go