Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φυτολογικός -ή -ό [fitolojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη φυτολογία, στη βοτανική.
[λόγ. < γαλλ. phytologique < phytolog(ie) = φυτολογ(ία) -ique = -ικός]