Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φυσιολάτρης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυσιολάτρης ο [fisiolátris] Ο10 θηλ. φυσιολάτρισσα [fisiolátrisa] Ο27 : αυτός που αγαπάει τη φύση και την υπαίθρια ζωή.

[λόγ. φυσιο- + -λάτρης· λόγ. φυσιολάτρ(ης) -ισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go