Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φυσικότητα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυσικότητα η [fisikótita] Ο28 : η ιδιότητα εκείνου: 1. που είναι ειλικρινής, απροσποίητος, χωρίς ψεύτικα, τεχνητά στοιχεία: Έχει μια ~ στο ύφος / στη συμπεριφορά του. Ο ηθοποιός έπαιζε το ρόλο του με μεγάλη ~. 2. που συμβαίνει σαν να προκύπτει από τη φύση, από φυσικό νόμο: Δέχτηκε την ήττα του με μια ~ που προκάλεσε έκπληξη. 3. που υπάρχει κατά μίμηση, κατά ομοιότητα προς τη φύση: Στους πίνακές του ξεχωρίζει η ~ των χρωμάτων.

[λόγ. φυσικ(ός)I2 -ότης > -ότητα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go