Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φυσικοχημικός -ή -ό [fisikoximikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη φυσικοχημεία.
[λόγ. < γαλλ. physico-chimique < physico-chim(ie) = φυσικοχημ(εία) -ique = -ικός]



