Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φυσικομαθηματικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυσικομαθηματικός -ή -ό [fisikomaθimatikós] Ε1 : που αναφέρεται συγχρόνως στη φυσική και στα μαθηματικά: Φυσικομαθηματική σχολή. || (ως ουσ.) τα φυσικομαθηματικά, η φυσική και η μαθηματική επιστήμη ως ενιαίος κλάδος.

[λόγ. < γαλλ. physico-mathématique (ουσ.) < physico- = φυσικο- + mathématique = μαθηματικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες