Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φυλλοκάρδι το [filokárδi] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : τα βάθη της καρδιάς, οι βαθύτερες, οι πιο εσωτερικές περιοχές της ψυχής: Aναστενάζει μέσα από τα φυλλοκάρδια της. Tρέμει (από τη συγκίνηση / το φόβο / την αγωνία) το ~ μου.
[μσν. φυλλοκάρδι < φρ. τα φύλλ(α) -ο- (της) καρδ(ιάς) -ι]