Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φυλλοβόλο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυλλοβόλος -α -ο [filovólos] Ε4 : για δέντρο, φυτό που ρίχνει τα φύλλα του (το χειμώνα). ANT αειθαλής.

[λόγ. < ελνστ. φυλλοβόλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες