Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φυγο
15 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυγο- [fiγo] & φυγό- [fiγó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετες λέξεις. 1. (σε επίθετα) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο πρόσωπο αποφεύγει σκόπιμα να εκτελέσει ή να υποστεί αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: φυγόμαχος, φυγόπονος· συχνότερα με ουσιαστικοποίηση του αρσενικού γένους: φυγόδικος, φυγόποινος, ~πόλεμος· || (σε ρήματα): ~δικώ, ~μαχώ. || (σε ουσιαστικά): ~δικία, ~μαχία. 2. με την έννοια μακριά: φυγόκεντρος· ~κεντρικός.

[λόγ. < αρχ. φυγο- < φυγ- (συνοπτ. θ. του φεύγω) -ο- ως α' συνθ.: αρχ. φυγό-ξενος `που αποφεύγει τους ξένους΄, ελνστ. φυγό-πονος, φυγό-δικος & μτφρδ.: φυγό-κεντρος < γαλλ. centrifuge]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυγοδικία η [fiγoδikía] Ο25 : (νομ.) η αποφυγή της δίκης από τον κατηγορούμενο, η σκόπιμη απουσία του από το δικαστήριο κατά τη μέρα και την ώρα της δίκης.

[λόγ. < ελνστ. ή μσν. φυγοδικία < φυγόδικ(ος) -ία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυγόδικος ο [fiγóδikos] Ο20α θηλ. φυγόδικη [fiγóδii] Ο32 : (νομ.) αυτός που αποφεύγει να δικαστεί, που σκόπιμα δεν παρουσιάζεται στο δικαστήριο κατά τη μέρα και την ώρα της δίκης του.

[λόγ. < ελνστ. φυγόδικος· λόγ. φυγόδικ(ος) -η]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυγοδικώ [fiγoδikó] Ρ10.9α : (νομ.) αποφεύγω σκόπιμα να δικαστώ, δεν παρουσιάζομαι στο δικαστήριο για να δικαστώ γι΄ αυτό που κατηγορούμαι.

[λόγ. < αρχ. φυγοδικῶ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυγοκεντρικός -ή -ό [fiγokendrikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη φυγόκεντρη δύναμη ή σε μηχανισμούς που λειτουργούν αξιοποιώντας την: Φυγοκεντρικές αντλίες. Φυγοκεντρικοί ανεμιστήρες. φυγοκεντρικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. φυγόκεντρ(ος) -ικός μτφρδ. γαλλ. centrifuge]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυγοκέντριση η [fiγokéndrisi] Ο33 : διαδικασία κατά την οποία εφαρμό ζεται, αξιοποιείται η φυγόκεντρη δύναμη σε διάφορους μηχανισμούς, συσκευές κτλ. για ορισμένους σκοπούς: Mε τη ~ επιτυγχάνεται ο διαχωρισμός ορισμένων στερεών συστατικών που περιέχονται σε ένα υγρό σώμα. Στέγνωμα των ρούχων με ~.

[λόγ. φυγοκεντρ(ικός) -ισις > -ιση μτφρδ. γαλλ. centrifugation]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυγόκεντρος -η / -ος -ο [fiγókendros] Ε17 : ANT κεντρομόλος. 1. που φεύγει, που τείνει να απομακρύνεται από το κέντρο: Φυγόκεντρες τάσεις / δυνάμεις. || (φυσ.) ~ δύναμη, η δύναμη που αναπτύσσεται σε μάζες, σε αντικείμενα που στρέφονται με ταχύτητα γύρω από ένα κέντρο και που τείνει να τα απομακρύνει από αυτό, να τα εκτινάξει προς τα έξω. 2. (μτφ.) που τείνει να απομακρυνθεί από ένα κέντρο, από έναν (κοινωνικό, πολιτικό κτλ.) πυρήνα, που μειώνει, διασπά την ενότητα, τη συνοχή ενός συνόλου, μιας ομάδας: Mέσα στο κόμμα εμφανίστηκαν τελευταία ισχυρές φυγόκεντρες τάσεις. Στις σύγχρονες κοινωνίες, σε αντίθεση προς το συγκεντρωτισμό του παρελθόντος, αναπτύσσονται πολλές φυγόκεντρες δυνάμεις.

[λόγ. φυγο- + κέντρ(ον) -ος μτφρδ. γαλλ. centrifuge]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυγομαχία η [fiγomaxía] Ο25 : α. η αποφυγή (από δειλία, αδυναμία κτλ.) μιας μάχης, ενός αγώνα, μιας απάντησης σε μια πρόκληση: H ~ της κυβέρνησης στις επιθέσεις της αντιπολίτευσης. β. η τάση, η διάθεση αποφυγής κάθε προσπάθειας, κάθε ενέργειας που εμπεριέχει σύγκρουση με πρόσωπα ή με πράγματα, με καταστάσεις κτλ.: Πρέπει να αγωνιστείς για το δίκιο σου, με τη ~ δεν καταφέρνεις τίποτα.

[λόγ. < μσν. φυγομαχία < φυγόμαχ(ος) -ία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυγόμαχος -η -ο [fiγómaxos] Ε5 : που αποφεύγει τη μάχη, τον αγώνα και γενικότερα κάθε προσπάθεια που εμπεριέχει σύγκρουση με πρόσωπα ή με πράγματα, με καταστάσεις κτλ.

[λόγ. < αρχ. φυγόμαχος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυγομαχώ [fiγοmaxó] Ρ10.9α : αποφεύγω να δώσω μάχη και γενικότερα να αγωνιστώ, να κάνω ενέργειες ή προσπάθειες που εμπεριέχουν σύγκρουση με πρόσωπα, με πράγματα, με καταστάσεις κτλ.: Ο υπουργός φυγομάχησε και δεν απάντησε στις προκλήσεις και στις επιθέσεις των βουλευτών της αντιπολίτευσης.

[λόγ. < ελνστ. φυγομαχῶ]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες