Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φυγάδευση η [fiγáδefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φυγαδεύω: H φυγάδευση του δραπέτη / του καταζητούμενου στο εξωτερικό.
[λόγ. φυγαδεύ(ω) -σις > -ση (πρβ. μσν. φυγάδευσις `εξορία΄)]



