Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φτύσιμο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φτύσιμο το [ftísimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φτύνω: Tο ~ στο πάτωμα είναι ένδειξη έλλειψης πολιτισμού. Πιστεύεται ότι το ~ αποτρέπει το μάτιασμα. || (έκφρ.) (κάποιος ή κτ.) είναι για ~, για κπ. ή για κτ. που προκαλεί αποστροφή, αηδία, περιφρόνηση, έντονη αποδοκιμασία.

[φτυσ- (φτύνω) -ιμο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go