Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φτυστός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φτυστός -ή -ό [ftistós] Ε1 : (για πρόσ.) που μοιάζει απόλυτα, που είναι ολόιδιος, απαράλλαχτος με κπ. άλλο: Ο γιος σας είναι ~ ο πατέρας του / ο παππούς του.

[φτυσ- (φτύνω) -τός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες