Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φτηνοδουλειά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φτηνοδουλειά η [ftinoδulá] Ο24 : 1. εργασία με χαμηλό κόστος. 2. εργασία, κατασκευή χαμηλής ποιότητας, πρόχειρη και κακότεχνη· ψευτοδουλειά.

[φτην(ός) -ο- + δουλειά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go