Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φτεροκόπημα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φτεροκόπημα το [fterokópima] Ο49 : 1. ζωηρό, γρήγορο φτερούγισμα: H πέρδικα απομακρύνθηκε μ΄ ένα δυνατό ~. 2. ο ήχος που παράγεται από τη ζωηρή κίνηση των φτερών: Mε τρόμαξε το ξαφνικό ~ μιας νυχτερίδας. 3. (μτφ.) σκίρτημα: Tο ~ της καρδιάς.

[φτεροκοπη- (φτεροκοπώ) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go