Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φρούραρχος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φρούραρχος ο [frúrarxos] Ο20α : ανώτερος αξιωματικός, διοικητής φρουράς.

[λόγ. < αρχ. φρούραρχος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go