Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φροντιστηριακός -ή -ό [frondistiriakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε φροντιστήριο: Φροντιστηριακά μαθήματα.
φροντιστηριακά ΕΠIΡΡ. [λόγ. φροντιστήρι(ον) -ακός]



