Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φριτέζα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φριτέζα η [fritéza] Ο25α : μαγειρικό σκεύος με ειδικό δικτυωτό, που χρησιμοποιείται για τηγάνισμα.

[λόγ. < γαλλ. fritteus(e) ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go