Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φρικιαστικός -ή -ό [frikastikós] Ε1 : που προξενεί φρίκη, αποκρουστικός, αποτρόπαιος, ανατριχιαστικός: Φρικιαστικό έγκλημα / θέαμα.
φρικιαστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. φρικιασ- (φρικιάζω) -τικός]



