Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φρικαλέος -α -ο [frikaléos] Ε4 : που προκαλεί φρίκη, φρικτός, αποκρουστικός: Φρικαλέες πράξεις. Φρικαλέο πρόσωπο / θέαμα.
[λόγ. < ελνστ. φρικαλέος, αρχ. σημ.: `που τρέμει απ΄ το κρύο΄]



