Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φρεσκάρισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φρεσκάρισμα το [freskárizma] Ο49 : η ενέργεια του φρεσκάρω: ~ του χτενίσματος / των ρούχων / της μνήμης.

[φρεσκαρισ- (φρεσκάρω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες