Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φρενάρισμα το [frenárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φρενάρω: Aκούστηκε ήχος φρεναρίσματος. Ίχνη φρεναρίσματος υπήρχαν στον τόπο της σύγκρουσης. || (μτφ.): Aποτελεί ευθύνη των πολιτικών δυνάμεων το ~ των αντιδημοκρατικών μεθοδεύσεων.
[φρενάρ(ω) -ισμα]



