Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φραστικός -ή -ό [frastikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη φράση: Φραστική διατύπωση. Φραστικά λάθη. H διαφωνία τους είναι περισσότερο φραστική παρά ουσιαστική, στα λόγια, στη διατύπωση.
φραστικά ΕΠIΡΡ: Πρέπει να επεξεργαστούμε ~ το κείμενο πριν να το δημοσιεύσουμε. [λόγ. < αρχ. φραστικός `που αναφέρεται στην ομιλία΄]



