Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φρασεολογικός -ή -ό [fraseolojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη φρασεολογία: ~ πλούτος.
φρασεολογικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γαλλ. phraséologique < phraséolog(ie) = φρασεολογ(ία) -ique = -ικός]



