Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φραγκοστάφυλο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φραγκοστάφυλο το [fraŋgostáfilo] Ο41 : μικρός, σφαιρικός καρπός της φραγκοσταφυλιάς, κόκκινου χρώματος, που σχηματίζει τσαμπιά και που χρησιμοποιείται κυρίως στην παρασκευή γλυκών και ηδύποτων.

[φραγκο- + σταφύλ(ι) -ο (δηλ. ξένο, όχι ντόπιο)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go