Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φραγκοδίφραγκα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φραγκοδίφραγκα τα [fraŋgoδífraŋga] Ο41 : νομίσματα μιας και δύο δραχμών: Έχεις να μου χαλάσεις ένα κατοστάρικο σε ~; || (επέκτ.) μικρής αξίας, ευτελές χρηματικό ποσό: Tα πολλά τα ΄φαγε και του μείνανε τα ~. Πούλησε το σακάκι του για ~.

[φράγκ(ο) -ο- + δίφραγκο στον πληθ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go