Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φράξιμο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φράξιμο το [fráksimo] Ο50 : η ενέργεια του φράζω, η περίφραξη, ο αποκλεισμός, το βούλωμα: Tο ~ του χωραφιού / του δρόμου / του ανοίγματος.

[φραξ- (φράζω) -ιμο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go