Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φούτερ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φούτερ το [fúter] Ο (άκλ.) : είδος υφάσματος, συνήθ. συνθετικού ή βαμβακερού, μαλακού και χνουδωτού από τη μία (την εσωτερική) επιφάνεια: Mπλούζα από λεπτό ~. || το ρούχο (κυρ. για μπλούζα ή για πουλόβερ) που είναι κατασκευασμένο από φούτερ: Bάλε το ~ σου, γιατί κάνει ψύχρα. φουτεράκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < γερμ. Futter `φόδρα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες