Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φούσκος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φούσκος ο [fúskos] Ο18 : (προφ.) ισχυρό, ηχηρό χαστούκι· μπάτσος: Tου ΄δωσε ένα φούσκο, που πρήστηκε το μάγουλό του.

[φούσκ(α) -ος(;)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go