Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φούρλα η [fúrla] Ο25 : (λαϊκότρ.) η στροφή προσώπου (ιδ. χορευτή, κατά την εκτέλεση χορευτικών κινήσεων) ή πράγματος γύρω από τον εαυτό του: Kάνω φούρλες. Kάνε μια ~.
[ιταλ. frulla προστ. του frullo `περιστρέ φομαι γρήγορα΄ με μετάθ. του [r] ]



