Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φούρλα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φούρλα η [fúrla] Ο25 : (λαϊκότρ.) η στροφή προσώπου (ιδ. χορευτή, κατά την εκτέλεση χορευτικών κινήσεων) ή πράγματος γύρω από τον εαυτό του: Kάνω φούρλες. Kάνε μια ~.

[ιταλ. frulla προστ. του frullo `περιστρέ φομαι γρήγορα΄ με μετάθ. του [r] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες