Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φούντωση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φούντωση η [fúndosi] Ο33α : (προφ.) φούντωμα, έξαψη, συναισθηματική ένταση.

[φουντώ(νω) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go