Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φούμο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φούμο το [fúmo] Ο39 & φούμος ο [fúmos] Ο18 (χωρίς πληθ.) : 1. μαύρη σκόνη, καπνιά, αιθάλη. ΦΡ έφαγε ~ (στις εκλογές), μαυρίστηκε, απέτυχε να εκλεγεί. 2. είδος μαύρης μπογιάς με την οποία επάλειφαν τα μπουριά και τις σόμπες.

[μσν. φούμος < ιταλ. fumo και μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες