Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φούλι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φούλι το [fúli] Ο44 : θαμνοειδές καλλωπιστικό φυτό με άσπρα λουλούδια.

[τουρκ. fulya εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go