Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φουτουριστικός -ή -ό [futuristikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται στο φουτουρισμό ή στους φουτουριστές: Φουτουριστική διακήρυξη / έκθεση / τεχνοτροπία / ποίηση / ζωγραφική.
φουτουριστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. φουτουριστ(ής) -ικός]



