Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φουρνόξυλο το [furnóksilo] Ο41 : μακρύ ξύλο: α. με το οποίο ο φούρναρης κανονίζει τη φωτιά ή καθαρίζει το φούρνο. β. που καταλήγει σε πλατύ άκρο και χρησιμοποιείται για το φούρνισμα· φτυάρι.
[φούρν(ος) -ο- + ξύλο]



