Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φουντωτός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φουντωτός -ή -ό [fundotós] Ε1 : 1. (για φυτά και δέντρα) πυκνόφυλλος, δασύς, με πλούσιο φύλλωμα: Mια φουντωτή ροδιά / μηλιά. Ένα φουντω τό κλαδί. 2α. που έχει σχήμα φούντας, θυσανωτός: Φουντωτή ουρά. β. που έχει όγκο: Φουντωτά μαλλιά. φουντωτά ΕΠIΡΡ.

[φουντώ(νω) -τός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go