Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φουντούκι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φουντούκι το [fundúki] Ο44 : ο εδώδιμος καρπός της φουντουκιάς, με σκληρό περικάρπιο και ποικιλία σχημάτων: Tα φουντούκια, τα καρύδια, τα φιστίκια κτλ. λέγονται ξηροί καρποί. Σοκολάτα με ~.

[αντδ. < τουρκ. fιndιk < αραβ. < ελνστ. (κάρυον) Ποντικόν `καρύδι από την περιοχή του Πόντου΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φουντουκιά η [funduká] Ο24 : θαμνοειδές φυτό ή δενδρύλλιο, χρήσιμο για τον καρπό αλλά και για το ξύλο του.

[φουντούκ(ι) -ιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go