Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φουαγέ το [fuajé] Ο (άκλ.) : αίθουσα (θεάτρου, κινηματογράφου κτλ.) που χρησιμοποιείται κατά τα διαλείμματα των παραστάσεων, κυρίως ως καπνιστήριο, και όπου συνήθ. υπάρχει κυλικείο για τους θεατές.
[λόγ. < γαλλ. foyer]



